- εμπυτιάζω
- και πυτιάζω (Α ἐμπυτιάζω)πήζω γάλα με πυτιά, ρίχνω πυτιά μέσα στο γάλα για να παρασκευάσω τυρί ή γιαούρτι, πήζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπυτιασθέν — ἐμπυτιάζω curdle with rennet aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπυτιασθέντος — ἐμπυτιάζω curdle with rennet aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)